-
1 ενδυω
(fut. ἐνδύσω, aor. 1 ἐνέδυσα; для неперех. aor. 2 ἐνέδυν, pf. ἐνδέδυχα)1) одевать(ἄγαλμα τοῦ Διός Her.)
med. — одеваться (в), надевать на себя (χιτῶνα Hom.; πέπλον Soph.; ὅπλα Her.; στολήν Eur.; κροκωτόν Arph.; λεοντῆν Plat.; θώρακα Arst.):ἐνδεδυμένος ἔνδυμα γάμου NT. — одетый в брачную одежду2) тж. med. проникать, входить(εἴς τι и εἴς τινα Her., Thuc., Arph., Xen., Plat., Arst., Plut., τι и τινά Plat. и τινί Xen., Plat., Plut.)
ἐνδύεσθαι τῇ ψυχῇ Plut. — заглянуть себе в душу, т.е. прислушаться к голосу своей совести3) тж. med. брать на себя, предприниматьἐνδύεσθαι τοῖς πράγμασι Plut. — захватить власть в свои руки;
ἐνδυόμενος τόλμημα τηλικοῦτον Arph. — отважившийся на подобное действие;ἐνέδυ εἰς ταύτην τέν ἐπιμέλειαν Xen. — он ревностно занялся этим вопросом -
2 κριοπροσωπος
См. также в других словарях:
Μουσείο, Νομισματικό Αθηνών — Χάρη στη συλλογή του από 600.000 νομίσματα, θεωρείται ένα από τα πέντε σπουδαιότερα μουσεία του είδους του στον κόσμο. Ένα μέρος αυτής της πλούσιας συλλογής, μετά από πολύχρονη προετοιμασία, στεγάζεται από τις αρχές του 1999 σε ένα από τα… … Dictionary of Greek
ηλιολατρία — Η λατρεία του Ήλιου ως θεού. H παράδοση της θεοποίησης του Ήλιου, που ως πηγή φωτός και θερμότητας ήταν εύλογο να ταυτιστεί συμβολικά από την πρωτόγονη φαντασία με την αρχέγονη δημιουργική δύναμη του κόσμου, συνδέεται κυρίως με τις θρησκευτικές… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δίου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Δίου ιδρύθηκε το 1983 κοντά στον αρχαιολογικό χώρο. Η περιήγησή σας στο μουσείο ξεκινά από το χώρο της αυλής. Στα δεξιά σας θα δείτε μια σειρά από μαρμάρινους βωμούς, που τοποθετούνταν πάνω από τους μακεδονικούς τάφους στη … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Μεσσήνης — Το μικρό αυτό μουσείο, που στεγάζει μέρος των ευρημάτων της αρχαίας Μεσσήνης, χτίστηκε μεταξύ του 1968 και του 1972 στο χωριό Μαυρομμάτι, που βρίσκεται πολύ κοντά στον αρχαιολογικό χώρο. Στο αρχικό λιτό κτίριο έγιναν εκτεταμένες επισκευές κατά τη … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek